- προεπιτροπεύω
- προεπι-τροπεύω,A act as ἐπίτροπος before, BGU8 ii 7(iii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προεπιτροπεύω — Α υπηρετώ πρώτα ως επίτροπος, ως διοικητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐπιτροπεύω «ασκώ καθήκοντα επιτρόπου»] … Dictionary of Greek